ΟΣΤΕΟΠΟΡΩΣΗ
Οστεοπόρωση είναι η πάθηση κατά την οποία μειώνεται η οστική μάζα και διαταράσσεται η αρχιτεκτονική της δομής των οστών, με συνέπεια να περιορίζεται η αντοχή τους και να είναι επιρρεπή σε κατάγματα. Πρόκειται για μια από τις πιο συχνές παθήσεις των οστών. Αποτελεί κατά κύριο λόγο γυναικεία ασθένεια, χωρίς όμως αυτό να σημαίνει ότι δεν προσβάλλει και άνδρες Εμφανίζεται μετά την ηλικία των 50 ετών και διακρίνεται σε δύο κατηγορίες, την πρωτοπαθή και την δευτεροπαθή.
Η συνηθέστερη μορφή πρωτοπαθούς οστεοπόρωσης είναι η μετεμμηνοπαυσιακή, η οποία εμφανίζεται σε γυναίκες μετά την εμμηνόπαυση. Σχετίζεται άμεσα με τη μείωση της παραγωγής των οιστρογόνων, που κάνει την εμφάνισή της αυτή την περίοδο. Υπάρχει επίσης η γεροντική οστεοπόρωση, που εκδηλώνεται σε ηλικιωμένους άνω των 70 ετών.
Η δευτεροπαθής οστεοπόρωση εμφανίζεται σε άτομα που πάσχουν ήδη από παθήσεις όπως η ρευματοειδής αρθρίτιδα, ο υπερθυρεοειδισμός και ο υπογοναδισμός, αλλά και σε ασθενείς που λαμβάνουν για μεγάλες χρονικές περιόδους φάρμακα όπως η κορτιζόνη και η θυρεοειδική ορμόνη.
Παράγοντες κινδύνου
Μέχρι την ηλικία των 25 η παραγωγή οστικής μάζας στον οργανισμό αυξάνεται συνεχώς, με αποτέλεσμα να φτάνει στο μέγιστο δυνατό επίπεδό της, που καλείται κορυφαία οστική μάζα. Την 20ετία που ακολουθεί η οστική παραγωγή είναι ίση με την οστική απορρόφηση, οπότε το επίπεδο της οστικής μάζας είναι σταθερό, μετά όμως από τα 45 οι αναλογίες αλλάζουν και η οστική απορρόφηση κερδίζει έδαφος έναντι τις οστικής παραγωγής και δη στις γυναίκες, εξαιτίας τόσο της μείωσης της παραγωγής οιστρογόνων όσο και της εμμηνόπαυσης. Έτσι διαπιστώνεται μια φυσιολογική οστική απώλεια. Αν το άτομο στα 25 του δεν έχει καταφέρει να πετύχει την κορυφαία οστική μάζα ή μετά τα 45 έτη εμφανίζει πολύ ταχύτερο ρυθμό οστικών απωλειών από το κανονικό, τότε προλειαίνεται το έδαφος για την οστεοπόρωση.
Σε γενικές γραμμές οι παράγοντες κινδύνου για την εμφάνιση της οστεοπόρωσης μπορεί να είναι γενετικοί, κληρονομικοί, να συνδέονται με την εμμηνόπαυση, το φύλο, την ηλικία, διάφορες χρόνιες παθήσεις και τη συνεχή λήψη κορτιζόνης. Σημαντικό ρόλο μπορεί να παίξουν επίσης η χαμηλή πρόσληψη ασβεστίου και βιταμίνης D από τη διατροφή, η υπερβολική κατανάλωση αλκοόλ, το κάπνισμα και το χαμηλό σωματικό βάρος, ενώ αυξάνονται οι πιθανότητες και στην περίπτωση εμμηνόπαυσης πριν από τα 45, που μεταφράζεται σε πρώιμη μείωση της παραγωγής οιστρογόνων.
Oστεοπόρωση, συμπτώματα και διάγνωση
Για αρκετό καιρό η οστεοπόρωση μπορεί να εξελίσσεται χωρίς την εκδήλωση συμπτωμάτων, με την οστική μάζα να αλλοιώνεται σταδιακά, προτού εκδηλωθεί το πρώτο σύμπτωμα που είναι το κάταγμα, συνηθώς χαμηλής ενέργειας, δηλαδή αυτό που προκαλείται μετά από ελαφρύ τραυματισμό. Μάλιστα, μπορεί ένα τέτοιο κάταγμα να εμφανιστεί μόνο με έναν πόνο στη μέση ή στην περίπτωση των σπονδυλικών καταγμάτων να μην συνοδεύεται ούτε καν από πόνο. Με δεδομένο ότι στα πρώτα της στάδια η οστεοπόρωση είναι ασυμπτωματική, πολλές γυναίκες που πάσχουν από αυτή δεν το γνωρίζουν, γεγονός που αναδεικνύει την ανάγκη των προληπτικών εξετάσεων.
Τα πιο συχνά οστεοπορωτικά κατάγματα είναι αυτά της σπονδυλικής στήλης, του ισχίου και του καρπού. Άτομα που έχουν πάθει ένα οστεοπορωτικό κάταγμα έχουν πολύ μεγάλη πιθανότητα να πάθουν και νέο.
Από τη στιγμή που συμβεί ένα οστεοπορωτικό κάταγμα ανοίγει ο δρόμος για τη διάγνωση, που προκύπτει από την κλινική εξέταση και τη μέτρηση της οστικής πυκνότητας. Η διάγνωση όμως μέσω της μέτρησης της οστικής πυκνότητας μπορεί να γίνει και όσο η πάθηση δεν εκδηλώνει συμπτώματα. Προκειμένου να διαγνωσθεί εγκαίρως και να αντιμετωπισθεί αποτελεσματικότερα, ενδείκνυται η μέτρηση αυτή να γίνεται σε γυναίκες άνω των 65 ετών, σε γυναίκες μετεμμηνοπαυσιακές που πληρούν κάποιους από τους παράγοντες κινδύνου και είναι μικρότερες των 65, σε άτομα που παίρνουν ή θα πάρουν κορτιζόνη επί μακρόν, που έχουν παραμορφωμένους σπονδύλους ή που έχουν υποστεί ήδη ένα κάταγμα μετά από έναν ελαφρύ τραυματισμό.
Η θεραπευτική προσέγγιση της οστεοπόρωσης βάζει φρένο στην οστική απορρόφηση ή αυξάνει την οστική παραγωγή, δεν μπορεί όμως να αποκαταστήσει τις οστικές απώλειες.